- φτυάρισμα
- το рытьё лопатой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτυάρισμα — φτυάρισμα, το και φκιάρισμα, το, ατος το μάζεμα ή το ανακάτεμα ή η μετατόπιση με το φτυάρι σωρού από στερεά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτυάρισμα — το, Ν [φτυαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτυαρίζω … Dictionary of Greek
Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… … Dictionary of Greek
φκιάρισμα — το, ατος βλ. φτυάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκαλιάζω — φουσκάλιασα, φουσκαλιασμένος, αμτβ., σχηματίζω φουσκάλες, γεμίζω φλύκταινες (βλ. λ.): Από το πολύ φτυάρισμα φουσκάλιασαν τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)